ἀναφαίρετος

ἀναφαίρετος
ἀναφαίρετος, ον,
A not to be taken away, Men.Mon.2, D.H.8.74, D. Chr.31.22;

χάρις POxy.273.15

(i A.D.);

ὠφέλεια Just.Nov.68

Pr.; inseparable, opp. accidental, Stoic.2.214 (? Diog.Bab.); not diminished by subtraction, Theol.Ar.30. Adv.

-ως PFlor.47a4

(iii A.D.), Just. Nov.2.3Intr.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀναφαίρετος — not to be taken away masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναφαίρετος — η, ο (AM ἀναφαίρετος, ον) εκείνος που δεν έχει αφαιρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθεί, αυτός που ανήκει αποκλειστικά σε κάποιον (π.χ. αναφαίρετο δικαίωμα) …   Dictionary of Greek

  • αναφαίρετος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να αφαιρέσει κανείς, αναπόσπαστος: Τα δημοκρατικά καθεστώτα αναγνωρίζουν στους πολίτες ορισμένα αναφαίρετα δικαιώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναφαιρέτως — ἀναφαίρετος not to be taken away adverbial ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαίρετον — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem acc sg ἀναφαίρετος not to be taken away neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαιρέτου — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαιρέτους — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαιρέτων — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαιρέτῳ — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαίρετα — ἀναφαίρετος not to be taken away neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαίρετοι — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”